παρατακτικός

παρατακτικός
-ή, -ό [παρατάσσω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παράταξη
2. γραμμ. «παρατακτική σύνταξη» — σύνταξη κατά παράταξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρατακτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην παράταξη του λόγου: Παρατακτική σύνταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”